εὐλογήσῃ

εὐλογήσῃ
εὐλογέω
speak well of
aor subj mid 2nd sg
εὐλογέω
speak well of
aor subj act 3rd sg
εὐλογέω
speak well of
fut ind mid 2nd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ευλόγηση — η (Μ εὐλόγησις) [εὐλογώ] η ευλογία που τελείται από ιερέα, ο αγιασμός, ο εξαγιασμός μσν. η τελετή τού γάμου, η στέψη …   Dictionary of Greek

  • ευλόγηση — η η πράξη του ευλογώ, ευλόγημα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εὐλογήσηι — εὐλογήσῃ , εὐλογέω speak well of aor subj mid 2nd sg εὐλογήσῃ , εὐλογέω speak well of aor subj act 3rd sg εὐλογήσῃ , εὐλογέω speak well of fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευλογήσιμος — η, ο [ευλόγηση] άξιος να ευλογηθεί …   Dictionary of Greek

  • ευλογημός — εὐλογημός, ὁ (Μ) [ευλογώ] ευλογία, ευλόγηση …   Dictionary of Greek

  • ευλόγημα — και βλόγημα, το (ΑΜ εὐλόγημα) [ευλογώ] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού ευλογώ, η ευλόγηση από τον ιερέα 2. το αντικείμενο τής ευλογίας νεοελλ. πληθ. τα βλογήματα ο γάμος, η στέψη, το στεφάνωμα («καλά βλογήματα») …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”